Περπατώντας στο Κίεβο, με κατεύθυνση το στάδιο «Ολιμπίνσκι», βρίσκεται ένα άγαλμα. Δεν είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί αφού στην άκρη του πάγκου, με το σαγόνι να στηρίζεται στο χέρι του, βρίσκεται ο Βαλερί Λομπανόφσκι. Όχι μόνο ο κορυφαίος προπονητής της Ντιναμό Κιέβου, αλλά ο άνθρωπος που κατάφερε να παντρέψει τα μαθηματικά και τη φυσική με το ποδόσφαιρο. Όπως αυτός που έφερε τη … χορογραφία των μπαλέτων Μπολσόι πάνω στο χορτάρι. Αν απορείτε συνεχίσετε το διάβασμα και όλα εξηγούνται. Το άγαλμα είναι μια αξιοθαύμαστη δουλειά, οι κοφτερές γωνίες του αποπνέουν σεβασμό. Ακόμα και ο κιτρινωπός χαλκός από τον οποίο είναι κατασκευασμένο φαίνεται να μεταβάλλει τον πυρόξανθο τόνο των μαλλιών του. Ο Λομπανόφσκι πέθανε το 2002, σε ηλικία 63 ετών, αλλά σαφώς καταβεβλημένος από τα προβλήματα με το αλκοόλ. Ωστόσο, σε μια προπονητική καριέρα που άντεξε 33 χρόνια, κατέκτησε οχτώ σοβιετικά πρωταθλήματος, έξι σοβιετικά Κύπελλα, πέντε ουκρανικά πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Ουκρανίας, και το κυριότερο δύο Κύπελλα Κυπελλούχων, τα μοναδικά για το σοβιετικό ποδόσφαιρο πριν τη διάλυσή του. Αλλά πάνω απ’ όλα ο Λομπανόφσκι οριοθέτησε το πού μπορεί να φτάσει η επιστημονική συνεργασία το ίδιο το ποδόσφαιρο.
Αν ένα γκολ μπορεί να περιέχει κάποια φιλοσοφία, τότε η στιγμή που εκφράστηκε ήταν όταν η Ντιναμό διέλυσε την Ατλέτικο Μαδρίτης με 3-0 στη Λιόν στις 2 Μαίου του 1986, στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Με πέντε λεπτά να απομένουν και το σκορ στο 1-0, ο Ρατς αναπτύχθηκε από τα αριστερά, και έκοψε τη μπάλα προς τα μέσα δίνοντας στον Μπελάνοφ. Αυτός άγγιξε την μπάλα δύο φορές και καθώς ένας αμυντικός κινήθηκε καταπάνω του για να τον κλείσει, με μια ματιά το κατάλαβε και έστρωσε τη μπάλα πιο δεξιά για τον Γεβτουσένκο. Εκείνος ανάγκασε τον αμυντικό να έρθει προς τα μέσα για να τον κλείσει και ενστικτωδώς άγγιξε ελαφρά την μπάλα ακόμη πιο πλάγια. Προς τον σούπερσταρ της Ντιναμό, τον άνθρωπο που αφήνει χωρίς σύγκριση, πίσω του κάθε αντίπαλο στο πρώην σοβιετικό ποδόσφαιρο, τον Ολεγκ Μπλαχίν. Τρέχοντας προς τη μπάλα και, καθώς ο τερματοφύλακας Φιλιόλ έβγαινε από την εστία του, ο «Τσάρος» απλά της έδωσε με το πόδι εντολή να υψωθεί και να αναπαυθεί στα δίχτυα….2-0.
Αυτό το δεύτερο γκολ δεν ήταν μονάχα το ότι σιγούρευε τη νίκη σε έναν τελικό. Ήταν γρήγορο, ενστικτώδες και ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί αποτελούσε την επιβεβαίωση της εργαστηριακής δουλειάς που γινόταν στο Κίεβο. Ο Τύπος αποκάλεσε τότε τη Ντιναμό, «Ομάδα του 2000», εξυμνώντας τα υπερηχητικά του Λομπανόφσκι. Εκείνο που έγινε γνωστό πολύ αργότερα, ήταν πως η Ντιναμό ήταν η πρώτη ομάδα που προσέλαβε… χορογράφο των Μπολσόι για να συντονίσει τον τρόπο που οι παίκτες απλώνονταν στο γήπεδο μόλις είχαν την μπάλα. Το γκολ στον τελικό του 1986, ήταν αποτέλεσμα «επινόησης» στο εργαστήριο των προπονήσεων, και δουλεύτηκε αδυσώπητα μέχρι που εμφανίστηκε η απόλυτη ευκαιρία για να εκτελεσθεί χωρίς σκέψη. Ήταν το επιστημονικό ποδόσφαιρο του Λομπανόφσκι στην πληρέστερη του μορφή.
Θα ήταν υπεραπλουστευτικό να ισχυριστούμε, φυσικά, πως η επικρατούσα ιδεολογία του μετέτρεψε τους παίκτες σε κάτι παραπάνω από γρανάζια σε μηχανή, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλες οι Ντιναμό που δημιούργησε ήταν αισθητά «Σοβιετικές». Είναι σωστό να πούμε ότι έπαιζαν μια κομμουνιστική εκδοχή του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου του Ρίνους Μίχελς και του Αγιαξ, με τον Μπλαχίν σε ρόλο Γιόχαν Κρόιφ. Η πρώτη φουρνιά του 1975 με Μπούριακ, Ονισένκο , Κολατόφ και φυσικά τον Μπλαχίν είχε αρκετή δόση από τον τρόπο σκέψης του ανατολικού μπλοκ. Η δεύτερη του 1986 με Μπελάνοφ, Ζαβάροφ, Ντεμιανένκο και Ρατς με τον Μπλαχίν στα τελειώματα ήταν πιο …δυτική, πιο φαντεζί. Άλλωστε, είχε ήδη αρχίσει να πνέει ο άνεμος της περεστρόικας. Η Ντιναμό Κιέβου «ντύθηκε» και εθνική Σοβιετικής Ενωσης το 1988, στο EURO της Γερμανίας όπου έφτασε έως τον τελικό χάνοντας 2-0 από την Ολλανδία.
Η τρίτη φουρνιά του Λομπανόφκσι ήταν, ίσως, η πιο θεαματική με Σεβτσένκο και Ρεμπρόφ, στα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Η κορυφαία παράσταση εκείνου του τελευταίου δημιουργήματος του Λομπανόφσκι ήταν το 4-0 μέσα στο «Καμπ Νου» επί της Μπαρτσελόνα, το 1997.
Η διαφορά στην λογική και την προσέγγιση των Ολλανδών στο «τόταλ φούτμπολ» με εκείνη του Λομπανόφσκι, ήταν λιγότερο στη φιλοσοφία και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν. Και, επίσης, ο τεχνικός της Ντιναμό σκέφτηκε τα συστήματά του και τα εφάρμοσε στους παίκτες, την ώρα που το ολλανδικό μοντέλο ήταν πιο θεμελιώδες, κάτι που προκύπτει από την ευτυχή συγκυρία που θέλει τους παίκτες εκείνης της φουρνιάς του Άγιαξ να έχουν παίξει μαζί για πολλά χρόνια, έχοντας μεγαλώσει στην ίδια περιοχή του Άμστερνταμ.
Η φιλοσοφία στην ουσία, ήταν η ίδια: σκληρή πίεση χωρίς τη μπάλα, γρήγορη κίνηση και εναλλαγή των παικτών. Ο έλεγχος του χώρου ήταν ακόμα το κλειδί, αλλά ενώ οι Ολλανδοί είχαν φοβερές ατομικές ικανότητες, και τον Κρόιφ, έναν εξαιρετικό, χαρισματικό ηγέτη, το πλεονέκτημα της Ντιναμό ήταν η εξαιρετική φυσική κατάσταση. «Από την αρχή με τον Λομπανόφσκι», μου είχε πει κάποια μέρα ο Μπλαχίν, « η Ντιναμό χρησιμοποιεί το ίδιο πρόγραμμα προπόνησης δουλεμένο σε ειδικό εργαστήριο. Ο Λομπανόφσκι ήθελε τους ποδοσφαιριστές να παίζουν σκάκι για να οξύνεται ο νους και τους έβαζε διάφορα μαθηματικά τεστ και ασκήσεις μπροστά σε κομπιούτερ για να τεστάρει την ετοιμότητα τους»
Παρά την απίστευτα καλή φυσική της κατάσταση η Ντιναμό δεν ήταν, όπως την παρουσίαζε ο δυτικός Τύπος, μια μηχανή. Ναι, προπονούνταν στην ομαδική τακτική, αλλά ο καθηγητής, Ανατόλι Ζελέντσοφ, ο εξαιρετικός συνεργάτης του Λομπάνοφσκι, πάντα φρόντιζε να ξεκαθαρίζει τα πράγματα, σαν να μιλάει σε στρατιώτες που είναι έτοιμοι να προσαρμοστούν σε κάθε περίπτωση, παρά σε ρομπότ. «Έχετε δει πώς πετούν οι μέλισσες;», είπε μια φορά ο Ζελέντσοφ. «Ένα μελίσσι όταν είναι στον αέρα έχει αρχηγό. Όταν ο αρχηγός στρίβει δεξιά, όλο το μελίσσι στρίβει κι αυτό δεξιά. Όταν στρίβει αριστερά, όλο το μελίσσι στρίβει αριστερά. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο. Υπάρχει ένας αρχηγός που παίρνει την απόφαση να κινηθεί, να μιλήσει. Οι υπόλοιποι πρέπει να τιθασεύσουν τα συναισθήματά τους και να ακολουθήσουν τον αρχηγό. Κάθε ομάδα έχει παίκτες που συμμαχούν μεταξύ τους, κάθε ομάδα έχει παίκτες που προσπαθούν να καταστρέψουν τους παραπάνω. Οι πρώτοι καλούνται να δημιουργήσουν στο γήπεδο, οι δεύτεροι καλούνται να καταστρέψουν τις ενέργειες των αντιπάλων τους».
Στο βιβλίο του «Behind the curtain» ο Τζόναθαν Γουίλσον κάνει μία εξαιρετική σκιαγράφηση του προφίλ του Λομπανόφσκι σαν παίκτη και διαπιστώνει πόσο διαφορετικός ήταν από ό,τι σαν προπονητής αργότερα. « Ο Λομπανόφσκι σαν παίκτης ήταν η απεικόνιση ενός… ερασιτέχνη αριστερού εξτρέμ. Πιο ψηλός απ’ όλους και πιο αργός, αλλά ευλογημένος με το ανυπέρβλητο κοντρόλ του και ένας από τους καλύτερους αριστεροπόδαρους που γνώρισε ποτέ το σοβιετικό ποδόσφαιρο. Ο Τύπος της Μόσχας, τον αποκαλούσε «σπάγκο», από τον τρόπο με τον οποίο καμιά φορά η μπάλα φαινόταν σαν να ήταν δεμένη στα κορδόνια του. Επίσης ήταν και καινοτόμος μελετώντας τους μεγάλους Βραζιλιάνους της δεκαετίας του ‘50 και αναπτύσσοντας την δική του εκδοχή εμπνευσμένη από τον Ντίντι..
Στην ηλικία των 29, έχοντας πάει στην Οδησσό και στο Ντόνετσκ, περιπλανώμενος χωρίς να μπορεί να καταλάβει κανείς το ποδοσφαιρικό του στυλ σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Μετά γνώρισε τον Ζελέντσοφ, που εκείνες τις μέρες ήταν ένας νεαρός λόγιος που ξεχείλιζε από ενθουσιασμό για τις στατιστικές μεθόδους που πίστευε ότι μπορούν να εφαρμοστούν για να βελτιωθούν τα δεδομένα της προπονητικής. Ο Λομπανόφσκι φάνηκε να συμφωνεί με την ιδέα από την αρχή. Ήταν ένας ικανός υδραυλικός, αλλά ταυτόχρονα και ένας ταλαντούχος μαθηματικός, που αποφοίτησε από το σχολείο του με ένα χρυσό μετάλλιο, και ακόμα όταν πήγε στη Ντιναμό, στην ηλικία των 19, συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Πολυεθνικό Ινστιτούτο του Κιέβου. «Όλη η ζωή», είπε κάποτε, «είναι ένας αριθμός».
Ο Λομπανόφσκι απαιτούσε σαν προπονητής ασφυκτική πίεση. «Για να επιτεθείς είναι απαραίτητο να αφαιρέσεις την μπάλα από τον αντίπαλο. Πότε είναι πιο εύκολο να το κάνεις αυτό, με πέντε παίκτες ή και με τους έντεκα;», είχε πει σε ένα σεμινάριο της ΟΥΕΦΑ. Το πιο σημαντικό πράγμα στο ποδόσφαιρο είναι το τι κάνει ένας παίκτης στο χορτάρι όταν δεν έχει την μπάλα, όχι το αντίθετο. Έτσι, όταν λέμε ότι έχουμε έναν εξαιρετικό παίκτη, αυτό πηγάζει από το 1% του ταλέντου του και το 99% της σκληρής δουλειάς»..
Υπήρχαν, όμως, και ελαττώματα στην μέθοδό του. «Δεν θέλω μια ομάδα με σταρ», έλεγε πάντα, «Θέλω να δημιουργήσω μια ομάδα που να νοιώθει η ίδια σταρ». Η ιδιοφυία του Λομπανόφσκι είχε να κάνει με το γεγονός ότι συνέχισε να αναπτύσσει το σύστημά του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και, επίσης, αποδείχτηκε άκρως ικανός στο να προσαρμοστεί στο πολιτικό κλίμα που άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Ο Λομπανόφσκι πίεσε ασφυκτικά μέχρι που το γραφείο του Κουμμουνιστικού Κόμματος έδωσε στη Ντιναμό την άδεια να ιδιωτικοποιηθεί. Με τον τρόπο αυτό οι αθλητικοί σύλλογοι ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία, πράγμα το οποίο απέφερε πολλά κέρδη, την ώρα που η Ντιναμό ενωμένη δημιούργησε επιχειρήσεις με δυτικές εταιρίες. Είχε άδεια να διαπραγματεύονται με χρυσό, πλατίνα και μέρη από πυρηνικούς πυραύλους, και όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να αποκτηθούν χωρίς την εμπλοκή, ή τουλάχιστον την ευλογία, του οργανωμένου εγκλήματος. Κανένας από αυτούς που έβγαλαν κέρδος όταν η ΕΣΣΔ «τεμαχιζόταν» νόμιμα , δεν παραδέχτηκε ότι το έκανε, αλλά υπήρχαν συνεχώς φήμες από τη Ρωσία ότι η Ντιναμό ήταν η ομάδα της ουκρανικής μαφίας.
Το 1996 στη τρίτη του επιστροφή έφτιαξε την ομάδα που έφτασε στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και θα ήταν αυτή που θα αντιμετώπιζε την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αν δεν σπαταλούσε τις ευκαιρίες που είχε στον πρώτο αγώνα με τηνη Μπάγερν. Το ματς τελείωσε 3-3, αφού οι Ουκρανοί είχαν προηγηθεί 2-0 και 3-1.
Όταν ο Λομπανόφσκι πέθανε τον Μάιο του 2002, ο Αλέξι Μιχαϊλιτσένκο, ο οποίος ήταν βοηθός του από το 1997, ανέλαβε τα ηνία. Η Ντιναμό κατέκτησε τα δύο επόμενα πρωταθλήματα, αλλά κανένας δεν έδειξε να πείθεται από την παρουσία του. Εξάλλου, πώς μπορείς να αντικαταστήσεις ένα εθνικό σύμβολο, έναν άνθρωπο τόσο δημοφιλή για τον οποίο πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμου πλημμύρισαν τους δρόμους την ημέρα της κηδείας του για να του αποδώσουν τον σεβασμό τους;
Αν ένα γκολ μπορεί να περιέχει κάποια φιλοσοφία, τότε η στιγμή που εκφράστηκε ήταν όταν η Ντιναμό διέλυσε την Ατλέτικο Μαδρίτης με 3-0 στη Λιόν στις 2 Μαίου του 1986, στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Με πέντε λεπτά να απομένουν και το σκορ στο 1-0, ο Ρατς αναπτύχθηκε από τα αριστερά, και έκοψε τη μπάλα προς τα μέσα δίνοντας στον Μπελάνοφ. Αυτός άγγιξε την μπάλα δύο φορές και καθώς ένας αμυντικός κινήθηκε καταπάνω του για να τον κλείσει, με μια ματιά το κατάλαβε και έστρωσε τη μπάλα πιο δεξιά για τον Γεβτουσένκο. Εκείνος ανάγκασε τον αμυντικό να έρθει προς τα μέσα για να τον κλείσει και ενστικτωδώς άγγιξε ελαφρά την μπάλα ακόμη πιο πλάγια. Προς τον σούπερσταρ της Ντιναμό, τον άνθρωπο που αφήνει χωρίς σύγκριση, πίσω του κάθε αντίπαλο στο πρώην σοβιετικό ποδόσφαιρο, τον Ολεγκ Μπλαχίν. Τρέχοντας προς τη μπάλα και, καθώς ο τερματοφύλακας Φιλιόλ έβγαινε από την εστία του, ο «Τσάρος» απλά της έδωσε με το πόδι εντολή να υψωθεί και να αναπαυθεί στα δίχτυα….2-0.
Αυτό το δεύτερο γκολ δεν ήταν μονάχα το ότι σιγούρευε τη νίκη σε έναν τελικό. Ήταν γρήγορο, ενστικτώδες και ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί αποτελούσε την επιβεβαίωση της εργαστηριακής δουλειάς που γινόταν στο Κίεβο. Ο Τύπος αποκάλεσε τότε τη Ντιναμό, «Ομάδα του 2000», εξυμνώντας τα υπερηχητικά του Λομπανόφσκι. Εκείνο που έγινε γνωστό πολύ αργότερα, ήταν πως η Ντιναμό ήταν η πρώτη ομάδα που προσέλαβε… χορογράφο των Μπολσόι για να συντονίσει τον τρόπο που οι παίκτες απλώνονταν στο γήπεδο μόλις είχαν την μπάλα. Το γκολ στον τελικό του 1986, ήταν αποτέλεσμα «επινόησης» στο εργαστήριο των προπονήσεων, και δουλεύτηκε αδυσώπητα μέχρι που εμφανίστηκε η απόλυτη ευκαιρία για να εκτελεσθεί χωρίς σκέψη. Ήταν το επιστημονικό ποδόσφαιρο του Λομπανόφσκι στην πληρέστερη του μορφή.
Θα ήταν υπεραπλουστευτικό να ισχυριστούμε, φυσικά, πως η επικρατούσα ιδεολογία του μετέτρεψε τους παίκτες σε κάτι παραπάνω από γρανάζια σε μηχανή, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλες οι Ντιναμό που δημιούργησε ήταν αισθητά «Σοβιετικές». Είναι σωστό να πούμε ότι έπαιζαν μια κομμουνιστική εκδοχή του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου του Ρίνους Μίχελς και του Αγιαξ, με τον Μπλαχίν σε ρόλο Γιόχαν Κρόιφ. Η πρώτη φουρνιά του 1975 με Μπούριακ, Ονισένκο , Κολατόφ και φυσικά τον Μπλαχίν είχε αρκετή δόση από τον τρόπο σκέψης του ανατολικού μπλοκ. Η δεύτερη του 1986 με Μπελάνοφ, Ζαβάροφ, Ντεμιανένκο και Ρατς με τον Μπλαχίν στα τελειώματα ήταν πιο …δυτική, πιο φαντεζί. Άλλωστε, είχε ήδη αρχίσει να πνέει ο άνεμος της περεστρόικας. Η Ντιναμό Κιέβου «ντύθηκε» και εθνική Σοβιετικής Ενωσης το 1988, στο EURO της Γερμανίας όπου έφτασε έως τον τελικό χάνοντας 2-0 από την Ολλανδία.
Η τρίτη φουρνιά του Λομπανόφκσι ήταν, ίσως, η πιο θεαματική με Σεβτσένκο και Ρεμπρόφ, στα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Η κορυφαία παράσταση εκείνου του τελευταίου δημιουργήματος του Λομπανόφσκι ήταν το 4-0 μέσα στο «Καμπ Νου» επί της Μπαρτσελόνα, το 1997.
Η διαφορά στην λογική και την προσέγγιση των Ολλανδών στο «τόταλ φούτμπολ» με εκείνη του Λομπανόφσκι, ήταν λιγότερο στη φιλοσοφία και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν. Και, επίσης, ο τεχνικός της Ντιναμό σκέφτηκε τα συστήματά του και τα εφάρμοσε στους παίκτες, την ώρα που το ολλανδικό μοντέλο ήταν πιο θεμελιώδες, κάτι που προκύπτει από την ευτυχή συγκυρία που θέλει τους παίκτες εκείνης της φουρνιάς του Άγιαξ να έχουν παίξει μαζί για πολλά χρόνια, έχοντας μεγαλώσει στην ίδια περιοχή του Άμστερνταμ.
Η φιλοσοφία στην ουσία, ήταν η ίδια: σκληρή πίεση χωρίς τη μπάλα, γρήγορη κίνηση και εναλλαγή των παικτών. Ο έλεγχος του χώρου ήταν ακόμα το κλειδί, αλλά ενώ οι Ολλανδοί είχαν φοβερές ατομικές ικανότητες, και τον Κρόιφ, έναν εξαιρετικό, χαρισματικό ηγέτη, το πλεονέκτημα της Ντιναμό ήταν η εξαιρετική φυσική κατάσταση. «Από την αρχή με τον Λομπανόφσκι», μου είχε πει κάποια μέρα ο Μπλαχίν, « η Ντιναμό χρησιμοποιεί το ίδιο πρόγραμμα προπόνησης δουλεμένο σε ειδικό εργαστήριο. Ο Λομπανόφσκι ήθελε τους ποδοσφαιριστές να παίζουν σκάκι για να οξύνεται ο νους και τους έβαζε διάφορα μαθηματικά τεστ και ασκήσεις μπροστά σε κομπιούτερ για να τεστάρει την ετοιμότητα τους»
Παρά την απίστευτα καλή φυσική της κατάσταση η Ντιναμό δεν ήταν, όπως την παρουσίαζε ο δυτικός Τύπος, μια μηχανή. Ναι, προπονούνταν στην ομαδική τακτική, αλλά ο καθηγητής, Ανατόλι Ζελέντσοφ, ο εξαιρετικός συνεργάτης του Λομπάνοφσκι, πάντα φρόντιζε να ξεκαθαρίζει τα πράγματα, σαν να μιλάει σε στρατιώτες που είναι έτοιμοι να προσαρμοστούν σε κάθε περίπτωση, παρά σε ρομπότ. «Έχετε δει πώς πετούν οι μέλισσες;», είπε μια φορά ο Ζελέντσοφ. «Ένα μελίσσι όταν είναι στον αέρα έχει αρχηγό. Όταν ο αρχηγός στρίβει δεξιά, όλο το μελίσσι στρίβει κι αυτό δεξιά. Όταν στρίβει αριστερά, όλο το μελίσσι στρίβει αριστερά. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο. Υπάρχει ένας αρχηγός που παίρνει την απόφαση να κινηθεί, να μιλήσει. Οι υπόλοιποι πρέπει να τιθασεύσουν τα συναισθήματά τους και να ακολουθήσουν τον αρχηγό. Κάθε ομάδα έχει παίκτες που συμμαχούν μεταξύ τους, κάθε ομάδα έχει παίκτες που προσπαθούν να καταστρέψουν τους παραπάνω. Οι πρώτοι καλούνται να δημιουργήσουν στο γήπεδο, οι δεύτεροι καλούνται να καταστρέψουν τις ενέργειες των αντιπάλων τους».
Στο βιβλίο του «Behind the curtain» ο Τζόναθαν Γουίλσον κάνει μία εξαιρετική σκιαγράφηση του προφίλ του Λομπανόφσκι σαν παίκτη και διαπιστώνει πόσο διαφορετικός ήταν από ό,τι σαν προπονητής αργότερα. « Ο Λομπανόφσκι σαν παίκτης ήταν η απεικόνιση ενός… ερασιτέχνη αριστερού εξτρέμ. Πιο ψηλός απ’ όλους και πιο αργός, αλλά ευλογημένος με το ανυπέρβλητο κοντρόλ του και ένας από τους καλύτερους αριστεροπόδαρους που γνώρισε ποτέ το σοβιετικό ποδόσφαιρο. Ο Τύπος της Μόσχας, τον αποκαλούσε «σπάγκο», από τον τρόπο με τον οποίο καμιά φορά η μπάλα φαινόταν σαν να ήταν δεμένη στα κορδόνια του. Επίσης ήταν και καινοτόμος μελετώντας τους μεγάλους Βραζιλιάνους της δεκαετίας του ‘50 και αναπτύσσοντας την δική του εκδοχή εμπνευσμένη από τον Ντίντι..
Στην ηλικία των 29, έχοντας πάει στην Οδησσό και στο Ντόνετσκ, περιπλανώμενος χωρίς να μπορεί να καταλάβει κανείς το ποδοσφαιρικό του στυλ σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Μετά γνώρισε τον Ζελέντσοφ, που εκείνες τις μέρες ήταν ένας νεαρός λόγιος που ξεχείλιζε από ενθουσιασμό για τις στατιστικές μεθόδους που πίστευε ότι μπορούν να εφαρμοστούν για να βελτιωθούν τα δεδομένα της προπονητικής. Ο Λομπανόφσκι φάνηκε να συμφωνεί με την ιδέα από την αρχή. Ήταν ένας ικανός υδραυλικός, αλλά ταυτόχρονα και ένας ταλαντούχος μαθηματικός, που αποφοίτησε από το σχολείο του με ένα χρυσό μετάλλιο, και ακόμα όταν πήγε στη Ντιναμό, στην ηλικία των 19, συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Πολυεθνικό Ινστιτούτο του Κιέβου. «Όλη η ζωή», είπε κάποτε, «είναι ένας αριθμός».
Ο Λομπανόφσκι απαιτούσε σαν προπονητής ασφυκτική πίεση. «Για να επιτεθείς είναι απαραίτητο να αφαιρέσεις την μπάλα από τον αντίπαλο. Πότε είναι πιο εύκολο να το κάνεις αυτό, με πέντε παίκτες ή και με τους έντεκα;», είχε πει σε ένα σεμινάριο της ΟΥΕΦΑ. Το πιο σημαντικό πράγμα στο ποδόσφαιρο είναι το τι κάνει ένας παίκτης στο χορτάρι όταν δεν έχει την μπάλα, όχι το αντίθετο. Έτσι, όταν λέμε ότι έχουμε έναν εξαιρετικό παίκτη, αυτό πηγάζει από το 1% του ταλέντου του και το 99% της σκληρής δουλειάς»..
Υπήρχαν, όμως, και ελαττώματα στην μέθοδό του. «Δεν θέλω μια ομάδα με σταρ», έλεγε πάντα, «Θέλω να δημιουργήσω μια ομάδα που να νοιώθει η ίδια σταρ». Η ιδιοφυία του Λομπανόφσκι είχε να κάνει με το γεγονός ότι συνέχισε να αναπτύσσει το σύστημά του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και, επίσης, αποδείχτηκε άκρως ικανός στο να προσαρμοστεί στο πολιτικό κλίμα που άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Ο Λομπανόφσκι πίεσε ασφυκτικά μέχρι που το γραφείο του Κουμμουνιστικού Κόμματος έδωσε στη Ντιναμό την άδεια να ιδιωτικοποιηθεί. Με τον τρόπο αυτό οι αθλητικοί σύλλογοι ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία, πράγμα το οποίο απέφερε πολλά κέρδη, την ώρα που η Ντιναμό ενωμένη δημιούργησε επιχειρήσεις με δυτικές εταιρίες. Είχε άδεια να διαπραγματεύονται με χρυσό, πλατίνα και μέρη από πυρηνικούς πυραύλους, και όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να αποκτηθούν χωρίς την εμπλοκή, ή τουλάχιστον την ευλογία, του οργανωμένου εγκλήματος. Κανένας από αυτούς που έβγαλαν κέρδος όταν η ΕΣΣΔ «τεμαχιζόταν» νόμιμα , δεν παραδέχτηκε ότι το έκανε, αλλά υπήρχαν συνεχώς φήμες από τη Ρωσία ότι η Ντιναμό ήταν η ομάδα της ουκρανικής μαφίας.
Το 1996 στη τρίτη του επιστροφή έφτιαξε την ομάδα που έφτασε στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και θα ήταν αυτή που θα αντιμετώπιζε την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αν δεν σπαταλούσε τις ευκαιρίες που είχε στον πρώτο αγώνα με τηνη Μπάγερν. Το ματς τελείωσε 3-3, αφού οι Ουκρανοί είχαν προηγηθεί 2-0 και 3-1.
Όταν ο Λομπανόφσκι πέθανε τον Μάιο του 2002, ο Αλέξι Μιχαϊλιτσένκο, ο οποίος ήταν βοηθός του από το 1997, ανέλαβε τα ηνία. Η Ντιναμό κατέκτησε τα δύο επόμενα πρωταθλήματα, αλλά κανένας δεν έδειξε να πείθεται από την παρουσία του. Εξάλλου, πώς μπορείς να αντικαταστήσεις ένα εθνικό σύμβολο, έναν άνθρωπο τόσο δημοφιλή για τον οποίο πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμου πλημμύρισαν τους δρόμους την ημέρα της κηδείας του για να του αποδώσουν τον σεβασμό τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου