Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Πώς φτάσαμε στο «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν»



Από το Θοδωρή Αθανασιάδη έχω ξαναδανειστεί άρθρο παλιότερα, και πραγματικά με τον τρόπο γραφής και τα πλούσια στοιχεία που παρουσιάζει συνεχώς, αναρωτιέμαι πως κρατιέμαι και δεν δανείζομαι συχνότερα. Μιλώντας για δανεισμούς, ας πάμε λίγο στην ιστορία των δανείων του ελληνικού κράτους. Δώστε βάση.
Λένε πολλοί πως η Ιστορία είναι κύκλος κι επαναλαμβάνεται, άρα αποτελεί τον καλύτερο δάσκαλο. Από την άλλη, αρκετοί υποστηρίζουν πως η Ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται αλλά επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Το σίγουρο είναι ότι η γνώση της Ιστορίας συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη κατανόηση της τρέχουσας πραγματικότητας. Και τούτο το ιστολόγιο διατηρεί ένα άσβεστο πάθος για την Ιστορία. Έτσι, εκτιμώ ότι μια ιστορική ανατομία του περίφημου τρικουπικού «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν», θα μας βοηθήσει όλους να καταλάβουμε πληρέστερα την σημερινή κατάσταση.
Μπορεί το νεώτερο ελληνικό κράτος να ιδρύθηκε επίσημα το 1830, με την συνθήκη του Λονδίνου, αλλά η δανειοληπτική του ιστορία αρχίζει…νωρίτερα! Ακούγεται παράδοξο αλλά η Ελλάδα άρχισε να δανείζεται από τα πρώτα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, πριν καν γίνει κράτος!
Ας γυρίσουμε, λοιπόν, 180 χρόνια πίσω. Η επανάσταση ενός φτωχού λαού, σε μια ρημαγμένη χώρα, είχε άμεση ανάγκη χρημάτων, μιας κι είχε να αντιμετωπίσει την αδράνεια και την εχθρικότητα του ευρωπαϊκού πολιτικού status quo της εποχής. Έτσι, το 1824 και το 1825, η επαναστατική επιτροπή (δεν μπορούμε ακόμη να κάνουμε λόγο για κράτος) έλαβε δύο δάνεια, τα οποία κατεγράφησαν ως «δάνεια της Ανεξαρτησίας». Το συνολικό ύψος αυτών των δανείων συμφωνήθηκε στα 2,8 εκατομμύρια χρυσές λίρες Αγγλίας και για την εκταμίευσή του δόθηκαν ως εγγύηση τα δημόσια έσοδα και τα εθνικά κτήματα.
Αν νομίσει κανείς ότι οι άγγλοι προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν την Επανάσταση για ιδεολογικούς λόγους (ελευθερία, ανεξαρτησία, δικαιοσύνη κλπ) πλανάται πλάνην οικτράν. Από τα 2,8 εκατομμύρια χρυσές λίρες, οι άγγλοι κεφαλαιούχοι παρεκράτησαν προκαταβολικά για τόκους…1,2 εκατομμύρια! Η παρακράτηση των τόκων έγινε προκαταβολικά, λόγω του υψηλού κινδύνου. Αν θέλαμε να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι τα ασφάλιστρα κινδύνου (τα περίφημα cds) έφταναν σε αστρονομικά ύψη.
Όμως, ούτε τα υπόλοιπα 1,6 εκατομμύρια χρυσές λίρες αποδόθηκαν στην επαναστατική επιτροπή. Οι άγγλοι καπιταλιστές υποχρέωσαν την Επανάσταση να παραγγείλει οκτώ πολεμικά πλοία, για τις ανάγκες του Αγώνα, σε αγγλικές και αμερικανικές εταιρείες. Βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε οι πολεμικές παραγγελίες αφορούν πλοία. Δυο αιώνες αργότερα θα αφορούν αεροπλάνα και υποβρύχια… Φυσικά, το αντίτιμο της παραγγελίας εισπράχθηκε κι αυτό προκαταβολικά. Ολόκληρη η ιστορία αυτών των πλοίων συνιστά ένα πρωτοφανές σκάνδαλο, το οποίο περιγράφεται αναλυτικά σε ένα άρθρο της «Βικιπαιδείας» με τίτλο «Σκάνδαλο ναυπήγησης ελληνικών φρεγατών (1824)«, το οποίο αξίζει να διαβαστεί.
Τελικά, από το αρχικά συμφωνηθέν ποσό των 2,8 εκατομμυρίων, αποδόθηκαν σε ελληνικά χέρια μόλις…540 χιλιάδες λίρες. Δυστυχώς, ακόμα κι αυτό το πετσοκομμένο ποσό σπαταλήθηκε στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις των επαναστατών. Φυσικά, ο καθημαγμένος από τους πολέμους τόπος δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί στις χρεωλυτικές του υποχρεώσεις. Έτσι, το 1827, η Επανάσταση ανέστειλε την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών, με συνέπεια να αποκλειστεί η χώρα από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Η πρώτη πτώχευση της Ελλάδας ήταν πλέον γεγονός, πριν καν συσταθεί επίσημα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
Μετά την σύσταση του ελληνικού κράτους, με την συνθήκη του Λονδίνου το 1830, πρώτη δουλειά των «προστάτιδων δυνάμεων» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ήταν να κανονίσουν το πολίτευμα του νεοσύστατου κράτους. Τι άλλο θα επέλεγαν παρά «ελέω θεού μοναρχία»; Και, μάλιστα, με κάποιο «κουτσούνι», το οποίο θα είχαν του χεριού τους;
Έτσι, λοιπόν, απευθύνθηκαν στον Λεοπόλδο της Σαξωνίας, γυιο του Φραγκίσκου, Δούκα του Sachsen-Coburg-Saalfeld. Ο νεαρός Λεοπόλδος δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα να αφήσει τα σαλόνια της κεντρικής Ευρώπης και να κατηφορίσει σε μια ρημαγμένη γωνιά των Βαλκανίων, οπότε αρνήθηκε την πρόταση. Πάντως, η άρνηση αυτή δεν του βγήκε σε κακό, αφού λίγο αργότερα έγινε βασιλιάς ενός άλλου νεοσύστατου κράτους, του Βελγίου.
Τότε, οι «προστάτες» μας στράφηκαν στον Λουδοβίκο, τον τότε διάδοχο (και μετέπειτα βασιλιά) της Βαυαρίας, ζητώντας τον δευτερότοκο γυιο του για τον νεοσύστατο θρόνο της Ελλάδας. Η συμφωνία έκλεισε σύντομα και ο Όττο Φρίντριχ Λούντβιχ φον Βίττελσμπαχ αναγορεύτηκε σε βασιλιά των ελλήνων, με το όνομα Όθων. Ως «προίκα» του 17χρονου βασιλιά, οι «προστάτιδες δυνάμεις» εγγυήθηκαν και χορηγήθηκε στη χώρα μας δάνειο 64 εκατομμυρίων φράγκων. Το δάνειο συνομολογήθηκε (όπως συνομολογήθηκε, εν πάση περιπτώσει) και διατέθηκε μεταξύ των «προστάτιδων δυνάμεων» και της Βαυαρίας ερήμην της Ελλάδος, την οποία όμως δέσμευε! Με απλά λόγια: εμείς χρεωθήκαμε αλλά τα λεφτά τα κράτησαν οι «μεγάλοι» για να τα διαχειριστούν για λογαριασμό μας!
Το δάνειο εκδόθηκε υπό το άρτιο (όπως θα λέγαμε σήμερα), αποδίδοντας σκάρτα 57 εκατομμύρια. Μ’ αυτά τα λεφτά πληρώθηκαν αμέσως τόκοι, χρεωλύσια, χρέη και έξοδα. Επίσης, μ’ αυτά τα λεφτά εξαγοράστηκε ένα κομμάτι της Φθιώτιδας, για να προστεθεί στο νεοσύστατο κράτος. Τελικά, μ’ αυτά και μ’ αυτά, από τα αρχικά 64 εκατομμύρια φράγκα, απέμειναν μόλις 9,3 εκατομμύρια, τα οποία διετέθησαν αποκλειστικά στην οργάνωση του στρατού. Για την ακρίβεια, το μεγαλύτερο κομμάτι τους διατέθηκε για τις αμοιβές των άγγλων, γάλλων, ρώσσων και γερμανών στρατιωτικών που κλήθηκαν για να οργανώσουν τον -ανύπαρκτο- τακτικό ελληνικό στρατό.
Φυσικά, στο μεταξύ έτρεχαν τόκοι και χρεωλύσια. Έτσι, το 1843 η Ελλάδα βρέθηκε να είναι υποχρεωμένη να πληρώνει ετησίως 6 εκατομμύρια δραχμές για εξυπηρέτηση του χρέους της, όταν το σύνολο των τακτικών εσόδων της ήταν 14 εκατομμύρια δραχμές! Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι τέτοια εξυπηρέτηση χρέους ήταν πρακτικά ανέφικτη. Αυτή η αδυναμία του κράτους απετέλεσε εξαιρετική ευκαιρία για τις «προστάτιδες δυνάμεις» να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους στην χώρα μας. Άλλωστε, στο άρθρο 12 της υπογραφείσης μεταξύ της Βαυαρίας και των τριών δυνάμεων συνθήκης, δια της οποίας κυρώνονταν οι όροι της συμφωνίας για την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και οι όροι της χορήγησης του δανείου, αναφερόταν καθαρά ότι: «ο Ηγεμών της Ελλάδος και το Ελληνικόν Κράτος υποχρεούνται να αφιερώσι προ παντός άλλου εξόδου εις την πληρωμήν και του χρεωλυσίου του δανείου τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου». Επίσης, το ίδιο άρθρο όριζε ότι: «οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θέλουσιν ειδικώς επιφορτισθή να επαγρυπνούν εις την εκτέλεσιν του τελευταίου τούτου όρου». Η συγκεκριμένη διάταξη απετέλεσε το σπέρμα του θεσμού του διεθνούς ελέγχου.
Με απλά λόγια, οι «προστάτες» μας συμφώνησαν και μας είπαν: πρώτα θα πληρώνετε όσα μας χρωστάτε (ή, μάλλον, όσα εμείς συμφωνήσαμε ότι μας χρωστάτε) και ύστερα, αν περισσέψει κατιτίς, φάτε και σεις κανένα ψίχουλο. Δεν χρειάζεται να διαθέτει πολύ μυαλό ο μελετητής της Ιστορίας για να διαπιστώσει τα κοινά γνωρίσματα εκείνης της κατάπτυστης συμφωνίας με το σημερινό μνημόνιο. Οπωσδήποτε, δικαιώνονται όσοι υποστηρίζουν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται.
Τέλος πάντων, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα αναγκάστηκε το 1843 να δηλώσει, για δεύτερη φορά, αδυναμία πληρωμής των εξωτερικών υποχρεώσεών της. Είχαν περάσει μόλις 22 χρόνια από το ξέσπασμα της Επανάστασης και ο τόπος πτώχευε για δεύτερη φορά. Οι «προστάτιδες δυνάμεις» έτριβαν τα χέρια τους. Τώρα, μπορούσαν να παραμερίσουν τους βαυαρούς και να πάρουν απροκάλυπτα στα χέρια τους την διαχείριση του τόπου.
Αξίζει τον κόπο να σταθούμε λίγο περισσότερο σε όσα έλαβαν χώρα το 1943 και οδήγησαν στην δεύτερη πτώχευση του τόπου, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα. Στα ταμεία δεν υπήρχε σάλιο (όπως θα έλεγαν οι σημερινοί υπουργοί), αφού τα ετήσια συνολικά έσοδα του κράτους υπολογίζονταν σε 14 εκατομμύρια δραχμές και για την αποπληρωμή των δανείων απαιτούνταν περίπου τα μισά. Η μοναρχία προσπάθησε, ματαίως, να πετύχει είτε κάποιον διακανονισμό είτε την σύναψη νέου δανείου. Οι «προστάτιδες δυνάμεις» αρνήθηκαν κάθε βοήθεια τέτοιου τύπου, εφ’ όσον είχαν άλλα σχέδια για τον τόπο.
Έτσι, η θηλειά έσφιξε στον λαιμό της κυβέρνησης τον Ιούνιο του 1843, όταν έπρεπε να καταβληθεί η ετήσια τοκοχρεωλυτική δόση. Στις εκβιαστικές -επίσημες και άτυπες- διακοινώσεις, η κυβέρνηση έδειξε πρόθυμη ν’ ανταποκριθεί επιβάλλοντας αιματηρές οικονομίες παντού. Πρώτο μέτρο, οι μαζικές απολύσεις στο δημόσιο (τότε δεν υπήρχε η μονιμότητα) και οι προκρούστειες περικοπές μισθών και συντάξεων, με το διαχρονικό πρόσχημα ότι όλα αυτά γίνονται «περί του μέλλοντος των δημοσίων υπαλλήλων και των οικογενειών αυτών». Οι συγκρίσεις με το σήμερα, αναπόφευκτες!
H -έτσι κι αλλοιώς- φτωχή Eλλάδα των 900.000 κατοίκων μπήκε σε μια φάση σκληρής λιτότητας. Oι πηγές αποτυπώνουν εικόνες μαζικής εξαθλίωσης στις αγροτικές και αστικές περιοχές. Στην πρωτεύουσα, οι δημότες σταμάτησαν να καταβάλλουν φόρους, όντας σε απόλυτη ένδεια. Oι φοροεισπράκτορες δεν τολμούσαν ούτε καν να εμφανισθούν στις δημοπρασίες για την ενοικίαση των φόρων.
Φυσικά, η συγκέντρωση των χρημάτων για τα τοκοχρεωλύσια δεν ήταν δυνατή, σε μια χώρα όπου λιμοκτονούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της. Oι ξένοι ομολογιούχοι, όμως, απαιτούσαν την καταβολή των δόσεων. H άμεση καταβολή τους συνέπιπτε με τα ετερόκλητα πολιτικά συμφέροντα των τριών «προστατών» της Eλλάδας.
Σ’ αυτό το βαρύ κλίμα, συνεκλήθη στο Λονδίνο μια συνδιάσκεψη για το ελληνικό χρέος και οι εκπρόσωποι των τριών «προστατών» προχώρησαν στην σύνταξη καταδικαστικού Πρωτοκόλλου, με το οποίο επιστοποιείτο ότι η Eλλάδα δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της. Oι τρεις πρεσβευτές, με το κείμενο υπό μάλης, διαμήνυσαν στην κυβέρνηση ότι πρέπει μέσα σε 15 μέρες να ελαττώσει ακόμη περισσότερο τις κρατικές δαπάνες κατά 4 -περίπου- εκατομμύρια δραχμές. Tο ποσό ισοδυναμούσε με τα οφειλόμενα τοκοχρεωλύσια.
Τελικά, οι περικοπές που επέβαλε η κυβέρνηση έφτασαν μόλις το 1 εκατομμύριο, αφού δεν υπήρχε πλέον διαθέσιμη πηγή για περισσότερες περικοπές. Τότε, οι πρεσβευτές απαίτησαν -και κατάφεραν- να συμμετέχουν στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου και να αποφασίσουν όλοι μαζί τις περικοπές! Ύστερα από ένα μήνα διαβουλεύσεων, συντάχθηκε μνημόνιο (ναι, ναι, μνημόνιο από τότε!) μεταξύ των πρεσβευτών και της ελληνικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με εκείνο το αισχρό μνημόνιο, η Eλλάδα αναλάμβανε την -εξωφρενική, για τα οικονομικά της δεδομένα- υποχρέωση να καταβάλει επί πλέον 3,6 εκατομμύρια δραχμές ετησίως! H απίθανη αυτή συμφωνία υπεγράφη στις 2 Σεπτεμβρίου. Μόλις μαθεύτηκε, σηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών από τους ήδη πάμπτωχους πολίτες. Ο κόμπος δεν είχε απλώς φτάσει στο χτένι αλλά το είχε σπάσει. Η λαϊκή οργή ήταν αδύνατον να τιθασσευτεί, κάτι που δεν είχαν υπολογίσει τα «κοράκια» που μας…προστάτευαν. Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 έμελλε να ανατρέψει την πολιτική κατάσταση και να σημαδέψει την νεοελληνική ιστορία.
Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στα γεγονότα του 1843, αξίζει να σημειώσουμε εν τάχει τα μέτρα που πήρε η μοναρχία, στα πλαίσια της «δημοσιονομικής εξυγίανσης»:
-  Aπολύθηκε γύρω στο 1/3 των δημόσιων υπαλλήλων και οι μισθοί μειώθηκαν κατά 15-20%.
-  Έγιναν μεγάλες περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες και ο στρατός περιορίστηκε σε 5.000 άνδρες.
-  Σταμάτησαν να χορηγούνται συντάξεις (σημειώστε ότι εκείνη την εποχή οι συντάξεις δεν χορηγούνταν σε όλους τους εργαζόμενους).
-  Οι στρατιωτικοί έπαψαν να εισπράττουν μισθό και αποζημιώνονταν με «εθνικές γαίες».
-  Πάρθηκαν δραστικά φορολογικά μέτρα, με αλλαγές στην είσπραξη των άμεσων φόρων και προκαταβολή της «δεκάτης» (ο κυριότερος φόρος στην παραγωγή).
-  Aυξήθηκαν οι δασμοί και ο φόροι χαρτοσήμου.
-  Nομιμοποιήθηκαν τα καταπατημένα δημόσια οικόπεδα και τα αυθαίρετα κτίσματα με την καταβολή προστίμων.
-  Mε την καταβολή σχετικά μικρών ποσών, «περαιώθηκαν» όλες οι φορολογικές εκκρεμότητες. Η «περαίωση» απέδωσε περίπου 5 εκατομμύρια δραχμές.
-  Kαταργήθηκαν οι διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.
-  Aπολύθηκαν όλοι οι μηχανικοί του δημοσίου, σταμάτησε η εκτέλεση έργων εκ μέρους του δημοσίου και ανέλαβαν ιδιώτες, κυρίως ξένοι.
-  Έκλεισαν τα νοσοκομεία και καταργήθηκαν όλες οι υγειονομικές υπηρεσίες.
-  Καταργήθηκαν ολόκληροι τομείς του δημοσίου. Για παράδειγμα, έκλεισε η δασονομία και απολύθηκαν όλοι οι δασονόμοι, έκλεισε το εθνικό τυπογραφείο και απολύθηκε όλο το προσωπικό κλπ.
-  Σχεδόν έκλεισε το πανεπιστήμιο, αφού απολύθηκαν οι περισσότεροι από τους καθηγητές του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, εκείνη την εποχή, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές ήσαν μόλις 26!
Αν στα παραπάνω παρατηρήσατε εντυπωσιακή ομοιότητα με όσα συμβαίνουν σήμερα, είπαμε: η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αν ανάμεσα στις παρατηρήσεις σας είναι και η απουσία μέτρων για την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μην εντυπωσιάζεσθε. Απλώς…η ιστορία επαναλαμβάνεται!
Είδαμε ως τώρα την πορεία του νεοσύστατου ελλγνικού κράτους ως την δεύτερη πτώχευση του 1843. Εννοείται ότι, από εκείνη την στιγμή, οι διεθνείς κεφαλαιαγορές έκλεισαν για την Ελλάδα. Η χώρα, βέβαια, εκτός από τον στραγγαλισμό των αγορών, αντιμετώπιζε και έκτακτες δαπάνες. Φυσικά, για να αντιμετωπίσει αυτές τις δαπάνες, ήταν αναγκασμένη να περιορίζεται στην ισχνή εσωτερική κεφαλαιαγορά της. Και, βεβαίως, κάθε φορά που υπήρχε αδήριτη ανάγκη για άμεση εξεύρεση κεφαλαίων, υποχρεωνόταν να καταφεύγει σε κάθε είδους δημοσιονομικά τερτίπια, τα οποία συνεπάγονταν βαρείς όρους, παρά τις διδόμενες μεγάλες εγγυήσεις.
Πριν περάσουμε στην μετά Όθωνα εποχή, αξίζει τον κόπο να σταθούμε λίγο σε ένα γεγονός του 1859, το οποίο πέρασε στην ιστορία ως «Σκιαδικά». Ίσως να παρέβλεπα το συγκεκριμένο περιστατικό αλλά ας όψεται ο πρόσφατος «τηλεκαυγάς» Μεταξόπουλου-Κορομηλά με αφορμή ένα…καπέλλο, που μου το θύμισε! Πάμε, λοιπόν, πίσω στο 1859.
Η λιτότητα και η επακόλουθη φτώχεια του κόσμου, απότοκο της στραγγαλιστικής επέμβασης των ξένων στα οικονομικά (και όχι μόνο) του τόπου, έψαχναν διέξοδο εκτόνωσης. Και, όπως γίνεται συνήθως, το πρώτο βήμα έγινε από την νεολαία της εποχής, ιδιαίτερα δε από τους φοιτητές. Αξίζει να σημειωθεί ότι, εκείνη την εποχή, οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Αθήνας δεν ήσαν περισσότεροι από 500.
Το 1859, λοιπόν, οι μαθητές των γυμνασίων και οι φοιτητές αποφάσισαν να κυκλοφορούν φορώντας επιδεικτικά κάτι ψαθάκια (στην καθαρεύουσα: σκιάδια) από την Σίφνο, θέλοντας να διαδηλώσουν αφ’ ενός μεν την αντίθεσή τους προς τον ξενόφερτο βασιλιά αφ’ ατέρου δε την αποστροφή τους προς τα δυτικού τύπου καπέλλα (ημίψηλα, ρεπούμπλικες κλπ), τα οποία φορούσαν οι ανώτερες αστικές τάξεις. Η αστυνομία αντέδρασε αμέσως και χαρακτήρισε «εχθρούς του κράτους» και «συνωμότες» όσους φορούσαν ντόπια «σκιάδια».
Την Κυριακή 10 Μαΐου, στον χώρο του αθηναϊκού περιπάτου στο Πεδίο του Άρεως (Πολύγωνο), μπροστά στο βασιλικό ζεύγος και ενώ έπαιζε η στρατιωτική μπάντα (μοναδικός τρόπος διασκέδασης της εποχής), εμφανίσθηκαν ομάδες νέων με τα εκ Σίφνου σκιάδια. Τότε, οι αστυνομικές αρχές, σε συνεργασία με τους εμπόρους εισαγόμενων καπέλλων (οι οποίοι έβλεπαν τις δουλειές τους να πέφτουν εξ αιτίας των σιφνιώτικων σκιαδίων), έβαλαν μερικούς τραμπούκους («αγανακτισμένους πολίτες», με τη σύγχρονη ορολογία) να προκαλέσουν επεισόδια εναντίον των φοιτητών και των μαθητών. Αμέσως «ο διευθυντής της αστυνομίας διέταξεν τους κλητήρας του να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι» («Αυγή», 11/5/1859). Ο Όθωνας και η Αμαλία έμειναν να παρακολουθούν αδιάφορα τον ξυλοδαρμό μετά…μουσικής.
Η εξέλιξη των γεγονότων ήταν απρόβλεπτη. Η τεράστια ένταση που δημιουργήθηκε, λειτούργησε καταλυτικά στην συνείδηση των πολιτών. Επί δυο ημέρες, η Αθήνα είχε όψη πολιορκημένης πόλης. Οι φοιτητές και οι μαθητές κλείστηκαν στο Πανεπιστήμιο, παρά την προσπάθεια του πρύτανη να εμποδίσει την, ιστορικά, πρώτη κατάληψη πανεπιστημιακού χώρου. Όμως, οι αρχές ήσαν αδίστακτες. Στρατός και χωροφυλακή εισέβαλαν στο Πανεπιστήμιο ενώ, παράλληλα, εκδόθηκε διαταγή κλεισίματος του «πανεπιστημιακού καταστήματος» για μια βδομάδα.
Μπορεί η εξέγερση της νεολαίας να κατεπνίγη αλλά δρομολόγησε εξελίξεις οι οποίες επιδρούν ακόμη και σήμερα. Για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου εμφανίζεται δυναμικά στην πολιτική σκηνή ένα ευρύτερο κίνημα νεολαίας, στο οποίο αναμειγνύονται -πέραν των μαθητών και των φοιτητών- καθηγητές, προοδευτικοί λόγιοι, πολιτικοί, άνθρωποι μεγαλυτέρων ηλικιών. Τότε πρωτοεμφανίστηκαν όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία θα επανεμφανίζονται πλέον σε κάθε φοιτητική εξέγερση, μέχρι τις μέρες μας.
Τα «σκιαδικά» προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης, η οποία έφερε το θέμα στο δεύτερο νομοθετικό σώμα της περιόδου, την Γερουσία. Στη έντονη και με…γρονθοκοπήματα συζήτηση που ακολούθησε, καταγράφεται -για πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία- η παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου. Ο γερουσιαστής Δ. Χρηστίδης, αναφερόμενος στην έφοδο του στρατού και της χωροφυλακής και την παραμονή τους στο Πανεπιστήμιο, την θεωρεί ενέργεια «κατά του ασύλου των επιστημών» και αναπτύσσει την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο, ως «ναός του πνεύματος», πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Πρόκειται για μια συζήτηση, η οποία έκτοτε θα συνεχίζεται με πάθος, μέσα κι έξω από τα Πανεπιστήμια. Μια συζήτηση, η οποία άρχισε στην Ευρώπη το 1200 και συνεχίζεται σε όλον τον κόσμο μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας ότι, όπως όλα τα δικαιώματα, το άσυλο είναι συνάρτηση όχι νομικών περιορισμών αλλά, κυρίως, της δυναμικής των φορέων που το υπερασπίζονται.
Συμπερασματικά, τα «σκιαδικά» καταγράφονται ως η πρώτη και δυναμική είσοδος της σπουδάζουσας κοινότητας στο κεντρικό πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου. Ως κίνημα δε, περιεβλήθη με τόση αίγλη και δημιούργησε τόσο ρεύμα ώστε βοήθησε στην ταχύτατη ωρίμανση εκείνων των συνθηκών οι οποίες θα οδηγήσουν δυο χρόνια αργότερα στην πτώση της δυναστείας των Βίττελσμπαχ.
Λέγαμε στο προηγούμενο σημείωμα ότι, μέχρι το 1862, οι μοναρχικές κυβερνήσεις είχαν καταφέρει -με το ξεζούμισμα των λαϊκών στρωμάτων προς χάριν του διεθνούς κεφαλαίου της εποχής- μια κάποια ισορροπία στον προϋπολογισμό. Όταν εξώσθηκε ο Όθων, το 1862, το συνολικό εσωτερικό δημόσιο χρέος ήταν μόνον 2,5 εκατομμύρια δρχ., με μόνο πιστωτή την Εθνική Τράπεζα.
Από την μεταπολίτευση του 1862, οι δαπάνες διευρύνονται. Σ’ αυτό συντείνουν, κυρίως, οι εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας (Κρητική επανάσταση, εσωτερικές ανωμαλίες κλπ), ενώ και οι διεθνείς εξελίξεις στην Ανατολή δημιουργούν αφόρητες πιέσεις. Για να αντεπεξέλθει στις αυξανόμενες ανάγκες, το κράτος διευρύνει συνεχώς την δανειοδότησή του από την Εθνική Τράπεζα. Ο δανεισμός αυξάνεται σε σημείο που φέρνει την Τράπεζα στα όριά της, παρά τους ευνοϊκώτατους -τηρουμένων των αναλογιών- όρους.
Την ίδια εποχή, εμφανίζονται οι πρώτες ανώμαλες χρηματοπιστωτικές επιλογές. Το 1862 εκδίδονται, για πρώτη φορά, έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου και 4 χρόνια αργότερα αποφασίζεται η αναγκαστική κυκλοφορία χρήματος. Όσο κι αν αυτές οι επιλογές έδειχναν αναγκαίες, δεν έπαυαν να αποτελούν εξαμβλωματικές παρεμβάσεις στην νομισματική λειτουργία.
Το 1875, ο Χαρίλαος Τρικούπης εκλέγεται, για πρώτη φορά, πρωθυπουργός. Την ίδια εποχή, το περίφημο «ανατολικό ζήτημα» γνωρίζει μια έντονη έξαρση, η οποία θα διατηρηθεί επί μια ολόκληρη τετραετία και θα δώσει νέα διάσταση στην οικονομική δυσπραγία της χώρας. Οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας από τη μια και ο εκσυγχρονισμός του κράτους από την άλλη ήσαν οι λόγοι διεύρυνσης των κρατικών δαπανών, των οποίων η κάλυψη με δάνεια δημιουργούσε περαιτέρω δαπάνες, μιας και μεγάλο μέρος αυτών των δανείων κάλυπτε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις που προέρχονταν από την εξυπηρέτηση του συνεχώς αυξανόμενου χρέους.
Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν τα ελλείμματα να είναι συνεχή, με συνέπεια η εξυπηρέτηση του χρέους να υπερβαίνει το 40% των ετησίων εσόδων. Η μόνη λύση ήταν η προσφυγή της χώρας στην εξωτερική αγορά, αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να τακτοποιηθούν οι παλιές προς το εξωτερικό υποχρεώσεις, όρος απαράβατος για τους ξένους.
Έτσι η χώρα προσέφυγε στον συμβιβασμό του 1878, ο οποίος και άνοιξε τις τοκογλυφικές αγορές του εξωτερικού. Το πρώτο δάνειο πάρθηκε το 1879 με ληστρικούς όρους: αν και είχε ονομαστική αξία 60 εκατομμύρια φράγκα, εκδόθηκε πολύ κάτω από το άρτιο, με αποτέλεσμα να μας αποδοθούν μόλις 44 εκατομμύρια φράγκα με πραγματικό επιτόκιο 8,19%! Κι αυτή ήταν μόνον η αρχή, αφού ακολούθησαν πέντε ακόμη δάνεια:
- 120 εκατομμύρια φράγκα το 1881, για να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες της χώρας, με επιτόκιο 7,35%.
- 100 εκατομμύρια φράγκα το 1884, για την κατασκευή σιδηροδρόμων, με επιτόκιο 7,16%.
- 135 εκατομμύρια φράγκα το 1887, για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και την εξυπηρέτηση προηγούμενων δανείων, με επιτόκιο 6%.
- 155 εκατομμύρια φράγκα το 1879, για την πληρωμή του δανείου του 1884 και την αποπληρωμή των σιδηροδρομικών εταιριών, με επιτόκιο 5,75%.
- 89 εκατομμύρια φράγκα το 1890-1891, για την κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιώς–Λαρίσης, με επιτόκιο 5,7%.
Από το συνολικό ονομαστικό ποσό των 659 εκατομμυρίων φράγκων, θα εισπραχθούν μόνο 463 εκατομμύρια. Παράλληλα, για την εξυπηρέτηση παλαιών και νέων δανείων, η χώρα θα καταβάλει κατά την δεκαετία 1880-1890, τοκοχρεωλύσια ύψους 455.000.000 χρυσών φράγκων!
Επειδή τα ποσά που προαναφέραμε δημιουργούν ζαλάδα, θα τα δούμε στο επόμενο σημείωμα με μεγαλύτερη ψυχραιμία. Πριν τελειώσουμε για σήμερα, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι κύριοι δανειστές μας εκείνη την εποχή ήσαν η τράπεζα Harmbo του Λονδίνου, η γαλλική Bank de Paris, η Brleishrober του Βερολίνου και η Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης του «εθνικού ευεργέτη» (σημ.: τρομάρα του!)Ανδρέα Συγγρού…
Είδαμε, λοιπόν, πώς η χώρα πήρε 6 δάνεια, το ένα μετά το άλλο, σε διάστημα 12 μόλις ετών. Έτσι, το 1893, η Ελλάδα είχε φτάσει να χρωστάει 585,4 εκατομμύρια φράγκα και 168,4 εκατομμύρια δραχμές. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτά τα ποσά, πρέπει να σημειώσουμε δυο πράγματα. Πρώτον: τα ετήσια τακτικά έσοδα του κράτους, κατά την δεκαετία 1882-1892, κυμαίνονταν περί τα 90 εκατομμύρια δραχμές. Και, δεύτερον: το πρωτογενές ετήσιο έλλειμμα, κατά την ίδια δεκαετία, ξεπερνούσε τα 30 εκατομμύρια δραχμές. Αρκούν αυτά για να καταλάβουμε ότι η κατάσταση ήταν πολύ παραπάνω από τραγική.
Στην πράξη, η πτώχευση της χώρας είχε ήδη επέλθει από το 1882, όταν τα έσοδα ήταν 68,6 εκατομμύρια δραχμές και τα έξοδα 80,4 εκατομμύρια. Είχαμε, δηλαδή, πρωτογενές έλλειμμα 11,8 εκατομμύρια δραχμές, το οποίο έβαινε αυξανόμενο χρόνο με τον χρόνο. Οι στρατιωτικές δαπάνες και η διαχείριση των χρεών είχαν εκτινάξει το σκέλος των δαπανών. Η κυβέρνηση, για να καλύψει τις υψηλές δαπάνες, αύξησε υπερβολικά τους έμμεσους φόρους, με συνέπεια να δημιουργηθούν οι γνωστές -αναμενόμενες σ’ αυτές τις περιπτώσεις- επιπτώσεις στην αγορά.
Στην περίοδο 1890-1893 άλλαξαν πέντε κυβερνήσεις. Όλες προσπάθησαν με διάφορους οικονομικούς αυτοσχεδιασμούς –τους οποίους είτε επινοούσαν είτε ενεθάρρυναν οι ξένοι και ντόπιοι κερδοσκόποι– να δανειοδοτήσουν την καταρρέουσα οικονομία ενώ, ταυτόχρονα, ελήφθησαν μέτρα για αυστηρές περικοπές στις κρατικές δαπάνες (στρατιωτικά κονδύλια, δημόσια έργα, κοινωνικές παροχές κλπ) και σε όλες τις κρατικές δραστηριότητες. Παράλληλα, ψηφίστηκαν νέοι φόροι και τέλη. Ανάμεσα στα νέα μέτρα, επεβλήθησαν και εκπαιδευτικά τέλη, τα οποία προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις.
Τότε, ο Τρικούπης έκανε μια νέα προσπάθεια για σύναψη δανείου στο εξωτερικό. Δυστυχώς, η διαφθορά ήταν τόσο μεγάλη ώστε, όσοι γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις (ανάμεσά τους και παράγοντες της βασιλικής Αυλής), δεν δίστασαν να προβούν σε αθρόες πωλήσεις ελληνικών τίτλων στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια την κατακόρυφη πτώση των ελληνικών αξιών και την δημιουργία πανικού στη χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας.
Μέσα στην αναμπουμπούλα, τον Μάιο του 1893, αναλαμβάνει καθήκοντα πρωθυπουργού, ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος. Το κακό είναι ότι ο γηραιός πολιτευτής Τριφυλλίας θέλησε να εφαρμόσει μερικές «νέες» αλλά πλήρως ατυχείς οικονομολογικές ιδέες. Οι ξένοι και ντόπιοι κερδοσκόποι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία.
Κατ’ αρχάς, το όνειρο των κερδοσκόπων για απόκτηση της Εθνικής Τράπεζας (όνειρο που ζωντανεύει σε κάθε οικονομική κρίση της χώρας) είχε την δεδομένη στιγμή πολλές πιθανότητες για την πραγματοποίησή του. Ο αντιπρόσωπος των ξένων κεφαλαιούχων Ornstein συζήτησε εν κρυπτώ με τον Σωτηρόπουλο τους όρους «ανασύστασης» της Εθνικής, στα πλαίσια της αντιμετώπισης του όλου οικονομικού προβλήματος της χώρας. Η αρχή έγινε με ένα γενικό και αόριστο σχέδιο, το οποίο περιελάμβανε διάφορες οργανωτικές ρυθμίσεις, με τελικό στόχο τη διοίκηση της τράπεζας από τους ξένους ομολογιούχους και τον έλεγχο από αυτούς των κρατικών προσόδων, μέσω μονοπωλίου ορισμένων προϊόντων.
Για να αντιληφθούμε το απύθμενο θράσος των ξένων κεφαλαιοκρατών, πρέπει να σημειώσουμε ότι στην συμφωνία τους με τον Σωτηρόπουλο μπήκε όρος ο οποίος απαγόρευε στην κυβέρνηση να επιφέρει αλλαγές είτε στο φορολογικό σύστημα της χώρας είτε στον τρόπο είσπραξης των δημοσίων εσόδων, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση της Εθνικής Τράπεζας (την διοίκηση της οποίας, ας μη ξεχνάμε, θα είχαν οι ξένοι κεφαλαιοκράτες)! Τί απάντησε ο ηλίθιος πρωθυπουργός; Ευχαρίστησε τους κεφαλαιοκράτες για τις κατάπτυστες προτάσεις τους, επειδή, όπως είπε, «συνοψίζουν πιστώς τας προθέσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί της λήψεως μέτρων προς ανόρθωσιν της οικονομικής καταστάσεως της Ελλάδος»!!.
Όταν, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η κυβέρνηση Σωτηροπούλου έπεσε και επανήλθε στην εξουσία ο Τρικούπης, οι κερδοσκόποι, για να πείσουν τον νέο πρωθυπουργό, γενίκευσαν τους όρους και παρουσίασαν ένα νέο σχέδιο, ακόμη πιο αόριστο από το προηγούμενο. Πάντοτε με βάση την ιδιοκτησία της Εθνικής, πρότειναν την δημιουργία μίας νέας τράπεζας με την ονομασία «Ελληνική Τράπεζα», η οποία θα απορροφούσε τις κύριες δραστηριότητες της Εθνικής και θα αναλάμβανε την αναμόρφωση των οικονομικών του κράτους ως κύριος άξονας της οικονομικής ζωής του τόπου, ενώ η παλαιά Εθνική θα λειτουργούσε πλέον ως Εθνική Υποθηκευτική Τράπεζα της Ελλάδος! Όμως, με πρωθυπουργό τον Τρικούπη, τέτοια σχέδια δεν ήταν δυνατόν να ευοδωθούν και η Εθνική Τράπεζα διασώθηκε, έστω και την τελευταία στιγμή, από τα δόντια των λύκων.
Αλλά η χειρότερη ιδέα του Σωτηρόπουλου, η οποία οδήγησε και στην πτώση του, ήταν η έκδοση του περίφημου «δανείου της κεφαλαιοποιήσεως» (σήμερα θα το λέγαμε fund) 100 εκατομμυρίων δραχμών, με όρους βαρείς. Η ίδέα ήταν απλοϊκή: με το προϊόν αυτού του fund θα καλύπτονταν καθυστερημένοι τόκοι παλαιών δανείων. Όμως, όπως γνωρίζουν και οι δευτεροετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών, τέτοια σχέδια είναι καταδικασμένα σε αποτυχία όταν έχεις μια οικονομία υπό κατάρρευση. Έτσι, μόλις εκδόθηκε το δάνειο, η τιμή του κατρακύλησε στο 40%, με συνέπεια η έκδοσή του να αποτύχει. Οι επαχθείς όροι εκείνου του δανείου θεωρήθηκαν από τις τότε αγορές ως προοίμιο πτώχευσης της χώρας. Μιας πτώχευσης, η οποία ήταν ήδη προ των πυλών και περί της οποίας θα μιλήσουμε στο αυριανό μας σημείωμα.
Τροφή για άσκηση: Βρείτε τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις συζητήσεις του Σωτηρόπουλου με τους ξένους κεφαλαιούχους περί ξεπουλήματος της Εθνικής Τράπεζας και στις συζητήσεις της τωρινής κυβέρνησης με τους πιστωτές μας περί ξεπουλήματος της κρατικής περιουσίας (τα συμπεράσματα από την στάση του Τρικούπη τότε και του Παπανδρέου σήμερα θα βγουν αυτομάτως). Παράλληλα, συσχετίστε το fund του Σωτηρόπουλου με την σχεδιαζόμενη «έξοδο στις αγορές» από την σημερινή κυβέρνηση.
Ο Τρικούπης ορκίστηκε πρωθυπουργός, για έβδομη και τελευταία φορά, στις 30 Οκτωβρίου 1893. Βέβαιος για τις εξελίξεις, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Και, πρώτα-πρώτα, ακύρωσε το φαιδρό «δάνειον της κεφαλαιοποιήσεως» του Σωτηρόπουλου, το οποίο είχε κλονίσει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της χώρας.
Επόμενο βήμα του Τρικούπη, ήταν να φροντίσει για την σύναψη ενός νέου δανείου, με ευνοϊκούς όρους. Δυστυχώς, και αυτή η τελευταία προσπάθεια ήταν γραφτό να αποτύχει, αφού ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ βρήκε την ευκαιρία να υποσκάψει τον Τρικούπη, τον οποίο απεχθανόταν. Έτσι, ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την -σύμφωνη με το σύνταγμα- πρόταση του Τρικούπη να κυρωθούν η σύμβαση του δανείου και η σύσταση «Ταμείου Δανείου» με βασιλικό διάταγμα και αντιπρότεινε να δώσει η βουλή ειδική εξουσιοδότηση. Πιεζόμενος από τον Τρικούπη, ζήτησε προθεσμία 48 ωρών για να…σκεφτεί. Μέσα σ’ αυτό το 48ωρο, με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που εστάλη στο Λονδίνο από τα Ανάκτορα, δόθηκε η εντολή να πουληθούν στο χρηματιστήριο πολλών εκατομμυρίων ομολογίες ελληνικών δανείων, των οποίων οι τιμές τους ανέβαιναν καθημερινά εν όψει του νέου δανείου.
Η ανακτορική τρικλοποδιά εξόργισε τον Τρικούπη, ο οποίος σκέφτηκε αμέσως να παραιτηθεί αλλά κατάπιε την οργή του προς το συμφέρον της πατρίδας. Έτσι, ξέχασε τα περί νέου δανείου και κατέθεσε στην βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο επιτρεπόταν στην κυβέρνηση να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους για την μεταρρύθμιση της υπηρεσίας όλων των δανείων από το 1881 έως το 1890. Τελικά, ο νόμος ψηφίστηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1893 και με αυτόν, ουσιαστικά, η κυβέρνηση κήρυξε την Ελλάδα σε πτώχευση. Λέγεται ότι τότε ο Τρικούπης αναφώνησε την περίφημη φράση «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», αν και, επισήμως, η φράση αυτή δεν είναι καταγεγραμμένη πουθενά και αμφισβητείται έντονα ότι την ξεστόμισε ο τότε πρωθυπουργός.
Με τον συγκεκριμένο νόμο, καθορίστηκε ότι μέχρι τον οριστικό διακανονισμό (α) ο τόκος των εν λόγω δανείων περιοριζόταν στο 30%, (β) αναστελλόταν η πληρωμή των χρεωλυσίων και (γ) εισάγονταν πλέον στο Δημόσιο Ταμείο οι εισπράξεις των υπεγγείων προσόδων. Τα εσωτερικά δάνεια σε δραχμές αφήνονταν άθικτα.
Η επίσημη πτώχευση της Ελλάδας δεν ήταν παρά το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», αφού υπέβοσκε ανεπίσημα επί πολλά χρόνια. Παρά ταύτα, οι προτάσεις του Τρικούπη προς τους ξένους δανειστές, κάθε άλλο παρά έγιναν αποδεκτές με συμπάθεια. Ήταν η ώρα για μια νέα επέμβαση των Μεγάλων -και, πάλαι ποτέ, «προστατίδων»- Δυνάμεων να παρέμβουν. Η περιπέτεια της επιβολής στη χώρας μας των απόψεων των δανειστών μας μέσω της δυναμικής παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων διήρκεσε τέσσερα χρόνια, μέσα στα οποία η χώρα, με εναλλασσόμενες πέντε κυβερνήσεις, έδωσε απέλπιδα αγώνα για να αμβλύνει τουλάχιστον τα θίγοντα την εθνική μας αξιοπρέπεια μέτρα.
Τελικά, για να επιβάλλουν τις απόψεις τους, οι «προστάτες» μας έσπρωξαν τον τόπο στην καταστροφή, με τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, ο οποίος σφράγισε την τρίτη πτώχευση της χώρας. Η ήττα σ’ αυτόν τον πόλεμο μας επιβάρυνε και με 4 εκατομμύρια λίρες, ως πολεμικές αποζημιώσεις.
——————————-
Και τώρα που φτάσαμε στο τέλος, ας συνοψίσουμε. Κατά την περίοδο 1821-1893, η Ελλάδα πήρε εξωτερικά δάνεια συνολικού ύψους 770 εκατομμυρίου φράγκων. Το 70% αυτών διατέθηκε για να καλύψει έξοδα έκδοσής τους, καθυστερημένα δάνεια και ελλείμματα, το 24% για στρατιωτικές δαπάνες και εθνικούς σκοπούς και μόνο το 6% για να καλύψει παραγωγικούς σκοπούς. Για τα μεγάλα έργα που είχε αρχίσει να κατασκευάζει ο Τρικούπης ήταν αρκετές οι προκαταβολές και τα δάνεια του εσωτερικού.
Όλα αυτά τα δάνεια, με τους όρους έκδοσής τους και την απρογραμμάτιστη διάθεσή τους, δημιούργησαν μία γενική δημοσιονομική αναστάτωση, την οποία η αναχρονιστική μας λογιστική δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει. Η αντιπολίτευση, αντλώντας επιχειρήματα από αυτή την αταξία, τα χρησιμοποιούσε εναντίον της συμπολίτευσης μέχρις ότου, ανερχόμενη αυτή στην εξουσία, ακολουθούσε κι αυτή την ίδια πολιτική και δεχόταν την ίδια αντιπολιτευτική επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούσε και η ίδια ως αντιπολίτευση. Κάτι που γίνεται, άλλωστε, ως σήμερα!
Ο λαός, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας που διαμορφώνονταν υπό τις ανωτέρω δυσμενείς κεφαλαιοδοτικές συνθήκες, αλλά και τις κατά καιρούς κρίσεις της ζωτικής για τη χώρα μας γεωργικής παραγωγής, έφτανε πολλές φορές σε βίαιες εκδηλώσεις αλλά δεν έχανε την αισιοδοξία του. Παράδειγμα, η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα, μέσα στην ταραχώδη τετραετία της πτώχευσης, με δαπάνες που καλύφθηκαν από εράνους και χορηγίες δωρητών (κυρίως του Αβέρωφ).
Όλα αυτά δημιουργούσαν κατάσταση πρόσφορη στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για να επιτύχουν τους στόχους τους στον γεωπολιτικό χώρο της Ελλάδας. Με πολιτικές ίντριγκες, ακόμα και πολεμικές κινήσεις, πετύχαιναν πάντοτε τους σκοπούς τους. Αυτές τις δυνατότητες χρησιμοποίησαν και το 1893 και πέτυχαν, κατόπιν τετραετούς ταλαιπωρίας του ελληνικού λαού, τους στόχους τους: την ανάκτηση από τους ομολογιούχους δανειστές μας των κεφαλαίων τους και την προσαρμογή της χώρας μας στους κεφαλαιοδοτικούς κανόνες της τότε Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου